γιούκος

γιούκος
και γοίκος, ο και γιούκι, το
1. στοίβα από στρώματα, κλινοσκεπάσματα, χράμια, κουβέρτες, παπλώματα κ.λπ.
2. στοίβα από είδη προικός
3. το βαθύ ανοιχτό ντουλάπι τού τοίχου για την τοποθέτηση τού γιούκου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. oyuk].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”